- Θώρακες
- Θώραξcorsletmasc nom/voc plΘῶραξmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θώρακες — θώρᾱκες , θώραξ corslet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… … Dictionary of Greek
ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… … Dictionary of Greek
λιναίος — λιναῑος, αία, ον (Α) [λίνον] 1. σχετικός με το λίνο («λιναῑος φόρος», πάπ.) 2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῑοι», Αιν.) … Dictionary of Greek
ομφαλωτός — ή, ό (Α ὀμφαλωτός, ή, όν) [ομφαλός] αυτός που έχει σχήμα ομφαλού, που έχει εξόγκωμα στην κορυφή («ὀμφαλωτοὶ θώρακες», Πολυδ.) … Dictionary of Greek
στηθιαίος — α, ο / στηθιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2. φρ. «στηθιαῑοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek
τζάγγρα — Βαρύ τόξο που χρησιμοποιούσαν στη δυτική Ευρώπη και στο Βυζάντιο, πιθανότατα τον 11o αι. Η τ. είχε στη μέση σωλήνα, μέσα στον οποίο τοποθετούσαν το βέλος, που ήταν κοντό με σιδερένια αιχμή. Το βέλος εκτοξευόταν με τόση σφοδρότητα, ώστε… … Dictionary of Greek